- παρατράβηγμα
- τό1) слишком сильное, чрезмерное притягивание, перетягивание (в какую-л. сторону); 2) перен. чрезмерное затягивание (срока и т. п.); 3) преувеличение; утрирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρατράβηγμα — το [παρατραβώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατραβώ, υπερβολική έλξη, υπερβολικό τέντωμα ή τράβηγμα 2. (για χρόνο) υπερβολική παράταση χρόνου … Dictionary of Greek
παρατράβηγμα — το, ατος υπερβολικό τράβηγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)